- πολιαί
- πολιάgreyness of hairfem nom/voc plπολιόςgreyfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιᾶι — πολιᾷ , πολιά greyness of hair fem dat sg (attic doric aeolic) πολιᾷ , πολιάζω fut ind mid 2nd sg (epic) πολιᾷ , πολιάζω fut ind act 3rd sg (epic) πολιᾷ , πολιός grey fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυρολόγος — ον, Α πραϋλόγος*. αυτός που μιλάει ήσυχα, γλυκά, με πράους λόγους, γλυκομίλητος («παυρολόγοι πολιαί», Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός» + λόγος*. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πραϋλόγος (< πρᾶος)] … Dictionary of Greek
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek
ԱԼԻՔ — I. (ալեաց, եօք.) NBH 1 0014 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 12c գ. Տե՛ս եւ զեղականն ԱԼԻ. κῦμα, κλύδων unda, fluctus Կոհակք. մրրկեալ եւ փրփրեալ ջուր ծովու կամ գետոց. ... *Որ խռովեմ զծով, եւ գոչեցուցանեմ զալիս նորա: Ընդ ամեհի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)